- κρουσματικός
- κρουσματικός, von leeren, bloß tönenden Wörtern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* … Dictionary of Greek